Σε σύνδεση τώρα

Έχουμε 21 επισκέπτες συνδεδεμένους
Εξαιρετικά κείμενα - Τύπος

 

Ευγένιος Αρανίτσης

Σχετικά με τα βήματα της ανάγνωσης

 

 

Με τα χρόνια, σχημάτισα την άποψη ότι το περπάτημα, τουλάχιστον στην ιδανική του εκδοχή, μπορούσε να γίνει αντιληπτό σαν μια κλασική αλληγορία της ανάγνωσης· μάλιστα ανέπτυξα έναν μύχιο σεβασμό για την (παρ)ετυμολογική σύνδεση των ρημάτων διαβαίνω και διαβάζω, όχι ολότελα ανυπόστατη.

 

Ομολογουμένως, οι αναλογίες ήταν προφανείς, όσο και δελεαστικές. Αν πράγματι κρυβόταν κάποιο νόημα σ' εκείνο τον ανθεκτικό εκπαιδευτικό θρύλο του 19ου αιώνα σύμφωνα με τον οποίο τα παιδιά τραγουδούσαν στη νυχτερινή τους διαδρομή προς το σχολείο τα διάσημα λόγια «Φεγγαράκι μου λαμπρό, / φέγγε μου να περπατώ, / να μαθαίνω γράμματα κ.λπ.», πάντως εδώ το «περπατώ» και το «μαθαίνω γράμματα», ηχούσαν όντως σαν συνώνυμα. Και δη υπό το σεληνόφως, μια και η Σελήνη ήταν (όπως σε όλες τις παραδόσεις) ο εκπρόσωπος της γλώσσας, δηλαδή του σημαίνοντος. Ο ίδιος ο Διογένης ο Κυνικός περπατούσε κατά μήκος αυτής της παράκλησης προς τη Σελήνη, που τον παρακολουθούσε και τον προστάτευε.

 

Κάποτε οι άνθρωποι διάβαζαν. Κάποτε έβγαιναν για περίπατο απολαμβάνοντας τις συναντήσεις και την ανάγνωση των τοπίων της υπαίθρου ή της πόλης σαν να επρόκειτο για μια μεταφορά (στη χειρότερη περίπτωση, ένα υποκατάστατο) της κυκλοφορίας του Λόγου μέσα στην κοινότητα. Διασκέδαζαν επικοινωνώντας με το διάχυτο πνεύμα των εξελίξεων μέσω της μεταβλητής τους θέσης στον αστερισμό των τοπωνυμίων, των δρόμων, των μεγάρων και των μαγαζιών. Περπατώντας/διαβάζοντας, δεν τους έλειπαν οι αμφιβολίες ούτε οι παλινδρομήσεις - συγχρονίζονταν με το ξετύλιγμα των μαιάνδρων σαν να ακολουθούσαν λεπτές χαραμάδες στην επιφάνεια του χρόνου. Στο συλλογικό ασυνείδητο, το να τριγυρνάς σήμαινε εν μέρει ότι ήσουν βαθυστόχαστος. Ρεμβασμός και πεζοπορία ανήγγειλλαν από κοινού την ευφυή πλευρά του καθήκοντος.

 

Έτσι το περπάτημα, ως ανάγνωση του κόσμου, διευκόλυνε τις αντηχήσεις του ψυχισμού, αξιοποιούσε ένα εφευρετικό πηγαινέλα από τη μία εντύπωση στην άλλη. Η σταδιακή διείσδυση στο μυστήριο του περιβάλλοντος χώρου δεν μπορούσε να συντελεστεί μόνο με τα μάτια, δίχως τη βοήθεια των ποδιών, δίχως τον ευχάριστο καιροσκοπισμό τους, δίχως τη ράθυμη υπακοή στη γλώσσα της τυχαίας κίνησης - η λειτουργία των ποδιών ισοδυναμούσε με το πέρασμα από τη μία παράγραφο στην επόμενη. Εφόσον ο κόσμος ήταν ένα κείμενο, εφόσον ήταν το Liber Mundi για το οποίο μας μιλούσαν οι αρχαίοι, τα πόδια ύφαιναν την ύπαρξη μέσα στην αναλώσιμη χρονικότητα εκείνου του κόσμου, καλλιεργώντας την κλίση προς μιαν αέναη αλλαγή του βιώματος, άρα προς την αιωνιότητα (που είναι κυκλική), ενώ ταυτόχρονα παρέμεναν τα όργανα του εφήμερου. Διότι τα πόδια δεν ήταν χέρια, ούτε δημιουργούσαν, ήταν οδηγοί ματιών. Αφηναν χνάρια στην άμμο, σημάδια μιας διέλευσης που ο χρόνος ακύρωνε για να τα ανανεώσει αμέσως μετά, όπως συμβαίνει με το ξεφύλλισμα ενός μυθιστορήματος. Τα πόδια ρύθμιζαν τις μεταβολές της διάθεσης αγγίζοντας τη γη με την αθέλητη ειλικρίνεια, και συνάμα την καχυποψία, ενός αναγνώστη που τα μάτια του βαδίζουν, τρέχουν, στρίβουν, σταματούν και ξαναρχίζουν.

 

Σαν να λέμε ότι ο περίπατος ήταν η παιδεία μας. Έκτοτε, απομακρυνόμενοι απ' τις εστίες των θεσμών και των νοημάτων που γαλούχησαν το κοινωνικό υποκείμενο ίσαμε τις εσχατιές του νεωτερικού σύμπαντος, βρεθήκαμε να κάνουμε τα τελευταία βήματα της Ιστορίας. Αναπόφευκτα, είχε έρθει η εποχή που οι άνθρωποι έπαψαν να περπατούν συνειδητά και, προς στιγμήν, αφοσιώθηκαν στον φθορισμό της μικρής οθόνης, σ' αυτή την παθητική εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων που υπόσχονταν οι παραισθήσεις -οι άνθρωποι εγκαταλείφθηκαν οικειοθελώς σε μια ζωή όπου η επεξεργασία των στοιχείων της αντίληψης δεν απαιτούσε καμία δαπάνη, ούτε σκέψης, ούτε συγκίνησης, ούτε σωματικής ενέργειας· έπαψαν να διαβάζουν, είτε βιβλία, είτε τοπία, είτε τη μοίρα και περίμεναν την ανάσταση των νεκρών μέσω βίντεο. Ο αληθινός αέρας, τα χρώματα του φωτός που περιέβαλλε κάθε ξεχωριστή έκπληξη, οι συναισθηματικοί ελιγμοί, τα σταυροδρόμια των αποφάσεων και οι ευωδίες της ύλης που συσσωρεύονταν στην αγορά -όλες αυτές οι συμβολικές ανταλλαγές τους άφηναν απαθείς.

 

Αλλά για λίγο. Έπειτα, αίφνης, ξανάρχισαν να περπατούν. Τώρα το έκαναν επειδή «έπρεπε», «όφειλαν» -ένα ακόμη ψυχαναγκαστικό πρόσταγμα παραγωγής/κατανάλωσης (εν προκειμένω, βημάτων). Σίγουρα πίστευαν ότι ξόδευαν τις θερμίδες τους εκδηλώνοντας μια θεάρεστη δήθεν μέριμνα για τους τετρακέφαλους μηριαίους -κάτι αντίστοιχο της γνωστής σε όλους μας ανάγνωσης με αυτόματο πιλότο, ρηχής ανάγνωσης που περιορίζεται με τρόπο όλο και πιο θρασύ στην πανικόβλητη σάρωση γραμμένων επιφανειών. Διάβαζε πλέον κανείς όπως περπατούσε (αντί να περπατάει όπως διαβάζει)· ήταν το must που πρότειναν οι ειδικοί ως άμυνα στον κίνδυνο εμφράγματος (ή άνοιας). Ξαφνικά, η ιδέα ότι το σώμα αποτελούσε μιαν αναβαθμισμένη (οπτική) συσκευή προκαλούσε τεχνητή ευφορία. Το σώμα είχε διαβάσει τους συνδυασμούς των γονιδίων στο DNA του και κάθε περαιτέρω φιλομάθεια κρινόταν περιττή.

 

Αυτή η τρέλα ξεκίνησε με το τζόκινγκ (περίπτωση όπου ο «αθλούμενος» δεν βλέπει, γύρω του, τίποτα απολύτως) και κατέληξε σ' ένα είδος προσφυγικής γυμναστικής, που εξακολουθεί να ακμάζει στα νησιά και στα υπόλοιπα στρατόπεδα παραθερισμού, όταν ετοιμοθάνατες παρέες ή οικογένειες τουριστών βαδίζουν πειθήνια στο σκοτάδι, ψαχουλεύοντας με τις φτέρνες την άκρη του δρόμου και κρατώντας φακούς, ως ζωντανά ή νεκροζώντανα υποπροϊόντα της μαζικής μετακίνησης τυφλών πληθυσμών που δραπετεύουν απ' τη σκλαβιά ή την επερχόμενη έκρηξη ανεργίας. Ολοφάνερα, έχουν ξεχάσει να διαβάζουν το βιβλίο του τόπου, δικού τους ή ξένου, και προσηλώνονται κατευθείαν στο «βιβλίο» του βιβλίου, στη σχηματική του περίληψη: περπατούν διαβάζοντας, υπνοβατικά, τον χάρτη του δρόμου ως πλέγμα δεδομένων και εντολών. Βαδίζοντας στα όρια του στατιστικού λάθους με την άδεια των διαχειριστών του Συστήματος, προχωρούν εξαντλημένοι ο ένας πίσω από τον άλλο, σαν τους Βουσμάνους στη μετανάστευση, όμως καθόλου συμφιλιωμένοι με τις εμπνεύσεις και τη ροή του φυσικού θεάματος, μάλλον ανυπομονώντας να ξαπλώσουν στο κρεβάτι ώστε να σηκωθούν την επομένη και ν' ακολουθήσουν το πρόγραμμα, περπατώντας και πάλι, το βράδυ, απ' την ταβέρνα προς τα νοικιασμένα δωμάτια, και ούτω καθεξής, μέχρι την μέρα της επιστροφής στις συνθήκες της δουλειάς, επομένως και κάποιας σχετικής ξεκούρασης.

 

Μέρα ευλογημένη, απ' αυτή την άποψη.

(Αφήνω λίγα για το επόμενο)

 

 

 

Πηγή: εφημερίδα Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Επτά, 18-07-2010

http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=183469

Αναδημοσίευση: www.e-keimena.gr

 

 

 


 

 

Τελευταία Ενημέρωση στις Σάββατο, 24 Ιούλιος 2010 00:00