Συνεντεύξεις |
Κωνσταντίνος Τσουκαλάς Η ισότητα λησμονείται ως δύναμη ηθική
Συνέντευξη στον Βασίλη Μουρδουκούτα
Στο τελευταίο του έργο, με τίτλο «Η επινόηση της Ετερότητας», ο γνωστός κοινωνιολόγος και πολιτικός στοχαστής Κωνσταντίνος Τσουκαλάς εξετάζει ένα καυτό θέμα των δυτικών δημοκρατιών: πώς το ατομικό δικαίωμα της διαφοράς, της ετερότητας, κυριαρχεί στην πολιτική ζωή των ημερών μας. Κύριος στόχος του είναι να αναδείξει τους λόγους για τους οποίους τα τελευταία είκοσι χρόνια, στις δυτικές χώρες, το ατομικό δικαίωμα στη διαφορά και στην πολιτιστική αυτοδιάθεση κατακλύζει το προσκήνιο, σε σημείο ώστε πρωταρχικά και πιο επείγοντα πολιτικά αιτήματα, όπως η πολιτική δικαιοσύνη, η αλληλεγγύη και η αμοιβαιότητα, να παρακάμπτονται ή να αδρανοποιούνται.
Με αφορμή το σημαντικό αυτό βιβλίο, που μόλις κυκλοφόρησε, συναντήσαμε τον ομότιμο καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών και συζητήσαμε για την πολιτική και κοινωνική κατάσταση στον σύγχρονο δυτικό κόσμο. Ο λόγος του χειμαρρώδης, βαθύς και ταυτόχρονα διάφανος· πάνω από όλα, πολιτικός.
– Στο τελευταίο σας έργο ασκείτε κριτική στο δικαίωμα της διαφοράς και της πολιτιστικής αυτοδιάθεσης. Τι σας οδηγεί στο να διατυπώσετε αυτή την κριτική;
– Πρόκειται, πιο συγκεκριμένα, για μια κριτική της απολυτοποίησης του δικαιώματος στη διαφορά και κυρίως της απόσπασης της αντιμετώπισης του δικαιώματος αυτού από τα κοινωνικά της συμφραζόμενα. Από τη στιγμή δηλαδή που δεν είναι σαφές ότι το κύριο κοινωνικό και πολιτικό αιτούμενο εξακολουθεί να είναι και, κατά τη γνώμη μου, δεν μπορεί παρά να είναι, η εξασφάλιση της ζωής των ανθρώπων σε πλαίσια ανεκτά και σε πλαίσια που δεν θα τους καθυποτάσσουν στην άμεση υλική οικονομική βία που βλέπουμε γύρω μας, τότε υπάρχει πρόβλημα. Καθότι από τη στιγμή αυτή το δικαίωμα στη διαφορά τείνει να λειτουργεί ως πρόσχημα, ως άλλοθι, και κατά κάποιο τρόπο στη θέση του ευρύτερου προτάγματος να φτιάξουμε μια κοινωνία καλύτερη και πιο αλληλέγγυα, όπου όλοι χωρίς εξαίρεση θα είναι δυνατόν να ζήσουν σαν άνθρωποι.
– Τι έχει αλλάξει στον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τον κόσμο σήμερα σε σχέση με ό,τι ίσχυε στο παρελθόν;
– Σήμερα ισχύουν δύο θεμελιώδεις και αξιωματικές παραδοχές στον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τον κόσμο. Πρώτη παραδοχή: η έννοια της προόδου έχει ταλαιπωρήσει αρκετά την ανθρωπότητα, ήταν αμφίσημη και οδηγούσε σε συγκρούσεις, ως εκ τούτου θα πρέπει να βρούμε τρόπο να την καθυποτάξουμε σε ένα έλλογο σχήμα. Έτσι η πρόοδος αντικαθίσταται από μια θετικοποιημένη λέξη, την ανάπτυξη, τη διόγκωση. Πρώτο λοιπόν δόγμα: η πρόοδος είναι μεγέθυνση, ανάπτυξη, ευημερία πάνω στη βάση ποσοτικών προδιαγραφών. Δεν φτάνει όμως αυτό. Υπάρχει και μια άλλη δογματική παραδοχή: η ανάπτυξη προϋποθέτει τη μεγιστοποίηση. Με άλλα λόγια, για να υπάρξει ανάπτυξη πρέπει να υπάρξει πλήρης απελευθέρωση των αγορών, απόλυτος και άνευ ορίων ανταγωνισμός ανάμεσα στους οικονομικούς φορείς και επομένως μέσα από αυτό μη παρέμβαση του κράτους στην ελευθερία της αγοράς και στην ελευθερία των συναλλαγών. Τα δύο αυτά αξιώματα οριοθετούν, συρρικνώνουν και περιορίζουν τις αρμοδιότητες του κράτους. Με αποτέλεσμα, κι αυτό είναι μείζονος σημασίας αποτέλεσμα, οι κύριες λειτουργίες των εθνικών κρατών να είναι πια αποκλειστικά κατασταλτικές. Το κράτος ορίζει τον νόμο, ορίζει τους τρόπους καταστολής, ορίζει μια νέα μορφή ορθόδοξης συμπεριφοράς και μόνον.
– Ποια είναι η άποψή σας για την κυρίαρχη τάση απαξίωσης του έθνους-κράτους;
– Μέσα σε λιγότερο από είκοσι χρόνια, τα κράτη έχουν γίνει ανάθεμα. Αποκρατικοποιούμε τα πάντα. Την ίδια στιγμή, θεωρούμε τα έθνη σαν κάτι το οποίο ως ψεύδος θα πρέπει να το ξεχνάμε, υποτιμώντας το συνεχώς. Και ποιο είναι το αποτέλεσμα; Το ότι υποκύπτουμε όλοι σε ένα παγκόσμιο σύστημα απέναντι στο οποίο δεν υπάρχουν σημεία αναφοράς. Αποδέχομαι ανεπιφύλακτα το γεγονός ότι τα έθνη συνιστούν μια ιστορική κατασκευή. Φτιάχτηκαν τον 18ο αιώνα και οριστικοποιήθηκαν με το φιλελεύθερο κράτος του 19ου αιώνα. Από τη στιγμή όμως που υπάρχουν, από τη στιγμή δηλαδή που συγκροτήθηκαν ως αναγκαίες φιλοσοφικές θεμελιώσεις των εθνικών κρατικών εξουσιών, δεν είναι δυνατόν να θεωρούμε ότι μπορούμε να ζούμε ως να μην υπήρχαν. Εδώ βρίσκομαι προσωπικά σε αντίθεση με αυτή την άνευ όρων και άνευ προϋποθέσεων καταδίκη ή απομείωση της σημασίας της εθνικής ταυτότητας. Η εθνική ταυτότητα είναι κατασκευή, είναι μύθος. Η αξία της ως μύθου δεν ξέρω ποια είναι. Αυτό που ξέρω, ωστόσο, είναι ότι με την απομείωση των κρατών-εθνών δεν υπάρχουν πια συγκεκριμένα αναχώματα απέναντι στη διάχυση των παγκοσμιοποιημένων και ακάθεκτα εφορμουσών οικονομικών εξουσιών.
– Πόσο ελεύθεροι είμαστε ο καθένας ξεχωριστά ως άτομα απέναντι στην παγκόσμια ελεύθερη αγορά και τους νόμους της;
– Αυτό ακριβώς το ερώτημα δεν επιτρέπεται πια να τίθεται. Παρότι ως ερώτημα βρίσκεται στην ευθεία παράδοση ενός Διαφωτισμού που αναζητεί συνεχώς το τι θα πει ελευθερία, ως ερώτημα έχει πάει στα αζήτητα. Γιατί; Για πολλούς λόγους. Πρώτον, διότι η λειτουργία του συστήματος και η αναπαραγωγή του προϋποθέτει ότι αυτό το ερώτημα δεν θα πρέπει να το συζητάμε. Δεύτερον, διότι τείνουμε να λησμονούμε ότι όλες οι μεγάλες λέξεις, όλες οι μεγάλες ιδέες, όλα τα μεγάλα κοσμοθεωρητικά προτάγματα χαρακτηρίζονται από μια αχλύ. Είτε αυτό ονομάζεται πρόοδος είτε ισότητα είτε ελευθερία, όλα τα μεγάλα κοσμοθεωρητικά προτάγματα χαρακτηρίζονται από ασάφεια. Εάν δεν είναι ασαφή, δεν μπορούν να γίνουν αντικείμενο επίμαχης κριτικής αντιμετώπισης. Εκείνο που κάνει ο ύστερος καπιταλισμός είναι να οριοθετεί και να εργαλειοποιεί τις μεγάλες ιδέες. Αφού δεν μπορώ να ορίσω την ισότητα και να προσδιορίσω την ελευθερία, την περιορίζω, την καθυποτάσσω σε εργαλειακά σχήματα και την καθιστώ ποσοτικοποιήσιμη. Αποτέλεσμα, η ελευθερία τείνει να συνοψίζεται στη συλλογική ελευθερία της διαφοράς ενάντια στην ελευθερία όλων. Η ισότητα λησμονείται σαν αίτημα γενικό, ευρύ και μη προσδιορίσιμο ως προς τις ακραίες του συνέπειες, λησμονείται δηλαδή ως δύναμη ηθική και συνοψίζεται πια στο αίτημα της ισότητας των ευκαιριών.
– Η Αριστερά φέρει ευθύνη για την πολιτική κατάσταση που περιγράφετε;
– Η ευθύνη της Αριστεράς είναι τεράστια. Πρώτα πρώτα, ο σταλινισμός. Μέσα από την εμπέδωση των ανελεύθερων σταλινικών καθεστώτων το κύρος της Αριστεράς παγκοσμίως απομειώθηκε σημαντικά, οδηγώντας και στην κατάρρευση των σοσιαλιστικών αυτοκρατοριών. Δεν είναι ωστόσο μόνον αυτό. Διότι ταυτόχρονα κατέρρευσε και η σοσιαλδημοκρατία. Από τη στιγμή που η σοσιαλδημοκρατία τσακίστηκε και ο υπαρκτός σοσιαλισμός κατέρρευσε, η Αριστερά βρέθηκε κυριολεκτικά στη γωνία. Διότι η μεν σοσιαλδημοκρατία μετατράπηκε σε μιαν άλλη -πιο λάιτ- εκδοχή του νεομφανιζόμενου και κατισχύοντος νεοφιλελευθερισμού. Ενώ την ίδια στιγμή, ούσα ήδη κατακερματισμένη, η Αριστερά από το 1980 και πέρα χαρακτηρίζεται από μία ευρύτερη στρατηγική αφασία. Δεν είναι σε θέση να προτείνουν τίποτα, ούτε επανάσταση ούτε μεταρρυθμίσεις συγκεκριμένες, ούτε τρόπους εξόδου από την κρίση ούτε τη δημιουργία μιας πιο δίκαιας και αλληλέγγυας κοινωνίας ούτε όμως και τη δημιουργία μιας πιο ανεπτυγμένης και πλούσιας κοινωνίας. Η Αριστερά δεν εμπνέει. Είναι απλά ένα καταφύγιο στο οποίο καταλήγει ένα κομμάτι του πληθυσμού που είναι απεγνωσμένο. Έχασε όχι τον λόγο ύπαρξής της, αλλά τον ίδιο της τον λόγο. Κι αυτό πιστεύω είναι εξαιρετικά σημαντικό. Κι ελπίζω παροδικό.
– Δίνετε την εντύπωση ενός στοχαστή μάλλον απαισιόδοξου.
– Εκείνο που με διακατέχει είναι ένα είδος κριτικής απαισιοδοξίας. Το αντίδοτό της είναι μόνον ένα: η πεποίθηση ότι η ιστορία δεν τελειώνει ποτέ· η πεποίθηση ότι τα πράγματα πάντα ανοίγονται προς κατευθύνσεις τις οποίες κανείς δεν μπορεί να φανταστεί. Και κυρίως η πεποίθηση ότι δεν είναι δυνατόν να κυριαρχεί ένα σύστημα, το οποίο τελικά καταλήγει να συνιστά ύβρι έναντι όλων των αξιακών προδιαγραφών του νεωτερικού ευρωπαϊκού πολιτισμού και του Διαφωτισμού. Δεν είναι δυνατόν, λοιπόν, αυτή η ύβρις να επικρατεί επ’ άπειρον. Θα υπάρξει και νέμεσις.
– Για την ώρα ποια φαίνεται να είναι η πιθανή διέξοδος;
– Η μόνη διέξοδος, η οποία είναι δυνατόν να έρθει, είναι εκείνη η οποία θα στηριχθεί στην απόγνωση. Εκείνη η διέξοδος που θα βγει από την απόγνωση. Κάπου λέει ο Γκαίτε ότι μόνο για χάρη των απελπισμένων μπορεί να ελπίζουμε, άλλο εννοούσε βέβαια εκείνος. Αλλά εδώ φτάσαμε σε ένα σημείο όπου με τον κατακερματισμό και τη διάλυση της ελπίδας, της μαζικής ελπίδας των οργανωμένων στρωμάτων που διεκδικούν μία καλύτερη ζωή, είναι εξαιρετικά δύσκολο να σκεφτεί κανείς τι μπορεί να ανατρέψει τον ρου των πραγμάτων.
– Θα συμφωνούσατε με την άποψη ότι η παγκόσμια οικονομική κρίση αποτελεί ένα νέο άνοιγμα της ιστορίας;
Πιθανόν, διότι κανείς δεν ξέρει πού θα οδηγηθεί αυτή η κρίση, κανείς δεν ξέρει το πού θα καταλήξει. Η κρίση είναι ένα σύμπτωμα της αδυναμίας του παγκόσμιου συστήματος να αναπαραχθεί. Είναι επίσης σύμπτωμα της ανάδυσης του κυρίαρχου ρόλου των αγορών. Τι είναι οι αγορές; Είναι τα κεφάλαια, τα οποία δεν ασχολούνται πια με το να επενδύσουν στη βιομηχανία, αλλά κινούνται καθημερινώς σε αναζήτηση του μεγαλύτερου δυνατού τόκου, της μεγαλύτερης κεφαλαιακής απόδοσης. Αυτό έχει άπειρες συνέπειες, διότι αποδεσμεύονται από οποιαδήποτε τοπική, εθνική, κρατική βάση. Επιπλέον τους δίνει ένα δικαίωμα άμεσης παρέμβασης στα οικονομικά τεκταινόμενα, εφόσον τους όρους υπό τους οποίους θα δανείσουν ή θα επενδύσουν ή θα τοποθετήσουν, τους ορίζουν οι ίδιοι οι κεφαλαιούχοι.
– Με ποιο τρόπο θα ήταν δυνατόν να αντιμετωπιστεί η παγκόσμια κυριαρχία των αγορών;
– Μόνον πολιτική θα μπορούσε να είναι η όποια αντίδραση στην κατίσχυση των αγορών. Μόνον, δηλαδή, εάν η πολιτική σε παγκόσμια βάση αντιτάξει μια νέα νομοθεσία, που δεν θα είναι αυτή του διεθνούς νομισματικού ταμείου, της απόλυτης χρηματιστηριακής ορθοδοξίας, αλλά μία πολιτική θεωρία της διεθνούς αναγνωρισμένης παρέμβασης στο παγκόσμιο οικονομικό γίγνεσθαι. Ο Ομπάμα φαίνεται να συζητάει κάτι τέτοιο, η Κίνα ως κρατιστικά οργανωμένη δύναμη θα ήταν προφανώς πρόθυμη να διαπραγματευτεί τη συμμετοχή της σε ένα τέτοιο σύστημα, η Ιαπωνία επίσης. Η μόνη δύναμη που δεν τολμά να αρθρώσει ούτε μία λέξη προς την κατεύθυνση αυτή είναι η Ευρωπαϊκή Ενωση. Η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι η πιο ορθόδοξα αντι-κεϊνσιανή, χρηματιστηριακή, απελευθερωτική όλων των αγορών δύναμη, κι αυτός είναι ένας από τους λόγους που την οδηγούν στην απόλυτη εσωτερική της αποδιάρθρωση, καθιστώντας το μέλλον της αβέβαιο. Δεν λέω ότι θα μπορούσαν οι μεγάλες δυνάμεις να συνεννοηθούν εντός πέντε λεπτών για να μεταβάλουν τον χάρτη του παγκόσμιου συστήματος. Έχει ξαναγίνει όμως κάτι τέτοιο, μετά τον πόλεμο, με τη συμφωνία του Μπρέτον Γουντς. Έχει ξαναγίνει επανειλημμένως οι πολιτικές εξουσίες να βγάλουν όχι μόνον η καθεμιά τη χώρα της, αλλά ολόκληρο τον κόσμο από την κρίση, προτείνοντας αλλά και επιβάλλοντας μια σειρά από νέες προδιαγραφές για την κίνηση των κεφαλαίων. Θα μου πείτε, είναι εφικτό σήμερα; Εδώ δεν κατορθώνουν να ομονοήσουν για το περιβάλλον και την οικολογία· εδώ εκρήγνυνται καθημερινά οι διασκέψεις, από το αποτέλεσμα των οποίων εξαρτάται το μέλλον του πλανήτη. Εντούτοις, ποια άλλη είναι η λύση; Ποια άλλη μπορεί να είναι η λύση, όταν τα ελευθέρως κινούμενα κεφάλαια καλπάζουν σαν Αττίλες ανά τον κόσμο και καταστρέφουν, αρπάζουν, ρευστοποιούν, ξεπλένουν και φεύγουν. Ποια άλλη λύση προσφέρεται, εάν δεν δημιουργηθεί κάποιος ανασταλτικός παράγων, ο οποίος να κατορθώσει να στείλει τους Αττίλες στον πάγκο τους;
Πηγή: Εφημερίδα Καθημερινή, 30-01-2011 http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_30/01/2011_430341 Αναδημοσίευση: www.e-keimena.gr
|
Τελευταία Ενημέρωση στις Σάββατο, 05 Μάρτιος 2011 20:20 |
Παιδείας μετέχοντες
Εμφανίσεις Περιεχομένου : 5755908