Πεζογραφία - Βαγγλής Στέργιος |
Συντάχθηκε απο τον/την Στέργιος Βαγγλής |
Κυριακή, 22 Νοέμβριος 2015 03:01 |
Στέργιος Βαγγλής Η ζωή τους μια φάρσα
Εκδόσεις Εντευκτηρίου, Θεσσαλονίκη 2015
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 1ο
Τα βράδια, ενόσω η φυλακή τύλιγε στη σιωπή της τα όνειρα των κρατουμένων, αυτός έσφιγγε στα δόντια του τις υστερικές κραυγές, ώσπου να γίνουν βουβός καημός κι αναφιλητά που ξεπηδάνε σαν βατραχάκια απ’ το στήθος. Αρχικά, είχε πει στη γυναίκα του να τον επισκέπτεται χωρίς τον γιο τους – δεν ήθελε να τον βαραίνει εφ’ όρου ζωής η τραυματική εντύπωση του φυλακισμένου πατέρα του – αλλά πρόσφατα, χωρίς ιδιαίτερο λόγο, άρχισε να μεγαλώνει μέσα του το κενό της στέρησης. Κι όταν του σφηνώθηκε η ιδέα ότι μια αιφνίδια επιδείνωση της υγείας του θ’ απέκλειε την επαφή με το παιδί του, μπήκε στο μαρτύριο της εξαντλητικής ανυπομονησίας, που τον κρατούσε για καιρό άυπνο. Ήθελε, φεύγοντας απ’ τη ζωή, να πάρει μαζί του ως τελευταία εικόνα τη μορφή του Νικολάκη του.
[…] Τις βροχερές μέρες, όποτε η νεροποντή ήταν καταιγιστική, μαγευόταν απ’ το πανδαιμόνιο της λαμαρίνας στο στέγαστρο του διπλανού πάρκινγκ κι αμέσως μετά, στο “σιωπητήριο” της μπόρας, ηρεμούσε με τον κελαρυστό ήχο του νερού στα λούκια, που διακλαδίζονταν σαν φουσκωμένες φλέβες στο κτήριο. Αυτές οι στιγμές ανατροφοδοτούσαν την ψυχή του με όση δύναμη χρειαζόταν για τον επόμενο γύρο διαπραγμάτευσης με τη ζωή. Όταν η παγωνιά κρουστάλλιαζε το νερό στ’ αυλάκια κι οι φτερωτοί επισκέπτες του παραθυριού του ράμφιζαν ικετευτικά το τζάμι, αυτός γέμιζε ένα μικρό κονσερβοκούτι από τη βρύση του κελιού και το άφηνε στο περβάζι με προσοχή (να μην πέσει σταγόνα), σαν να τοποθετούσε ξέχειλη πιατέλα σούπας σε μεταξωτό τραπεζομάντιλο. Έκανε χάζι το ξεδίψασμά τους, καθώς τα υψωμένα κεφαλάκια τους τού θύμιζαν την ομαδική καθαριότητα των συγκρατουμένων του στις τουαλέτες, όπου η συγχορδία της γαργάρας κάλυπτε τους αγενείς ήχους του πρωινού ξαλαφρώματος. Κάθε φορά που το ντουμάνι του μαγειρείου καθιστούσε αναγκαίο το φρεσκάρισμα του αέρα στο εστιατόριο, ήταν απ’ τους πρώτους που έτρεχαν ν’ ανοίξουν τα παράθυρα, για να μπουν τα σπουργίτια και τα περιστέρια να φάνε τα ψίχουλα. αργότερα, στη βάρδια καθαριότητας, μάζευε αποφάγια απ’ τα τραπέζια κι απ’ το πάτωμα και τα ’ριχνε στη μάντρα. Τα πουλιά, χοροπηδώντας χαριτωμένα, πλησίαζαν την ντάνα των φαγώσιμων με ενθουσιασμό και θορυβώδη λαιμαργία, που συχνά οδηγούσε σε εμφύλια ξεπουπουλιάσματα.
Ο Θανάσης συνήθιζε να στοχάζεται ξαπλωμένος, με το βλέμμα κολλημένο σαν βεντούζα στο ταβάνι, υπολογίζοντας ποιο βράδυ οι φλούδες του σοβά, που κρέμονταν ξεφτίδια πάνω απ’ το κεφάλι του, θα του πασπάλιζαν με ασβέστη τα όνειρα. Μερικές φορές, που δεν είχε ύπνο, ξέστρωνε το σεντόνι και μελετούσε μ’ ενδιαφέρον τ’ αποτυπώματα των στεγνωμένων υγρών στην επιφάνεια του στρώματος. Προσπαθούσε να μαντέψει ποιες συνθήκες πίεσαν τα ξαπλωμένα σώματα να “ζωγραφίσουν” με τις εκκρίσεις τους πάθη και παθήματα – ιδρώτας από εφιάλτη; λυτρωτική εκσπερμάτιση; ακράτεια ούρων; Έσκυβε πάνω στο ντιβάνι, ν’ αφουγκραστεί ψιθύρους προσωπικών δραμάτων, ν’ αναθαρρήσει ότι επιτέλους δεν είναι κι ο μοναδικός που τυραννιέται τόσο σκληρά απ’ τη μοίρα του. Άλλοτε πάλι, όταν η πλήξη γινόταν ανυπόφορη, ξεναγούσε τον εαυτό του στους χαραγμένους τοίχους, όπου ήταν αποτυπωμένα ξεσπάσματα νταλκάδων των προηγούμενων κρατουμένων: βρισιές, γλυκόλογα, προσευχές, γυναικεία ονόματα… Όποτε ανάσαινε βαθιά, τα πνευμόνια του μυρμήγκιαζαν από μια μπόχα μπαγιάτικης ανθρώπινης παρουσίας, που στοίχειωνε το κελί.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 2ο
Ήταν απόγευμα Τετάρτης όταν πέρασε την είσοδο του παλιού ναού μ’ ένα σφίξιμο στο στομάχι της, σαν να έμπαινε στο γραφείο εισαγγελέα κι όχι στον φιλόξενο οίκο του Θεού. Ο εφημέριος, ειδοποιημένος από τον ήχο των τακουνιών της, την περίμενε στητός στο δεξιό παραπόρτι του Αγίου Βήματος σαν σεκιουριτάς του ιερού χώρου. Μετά από την τυπική αναγνώριση («είστε για την εξομολόγηση;»), ανασήκωσε το πετραχήλι του και της είπε να γονατίσει υπό τη σκέπη του, προτρέποντάς την ν’ ανοίξει πρώτα την καρδιά της και μετά το στόμα της. Η Μελίνα πήρε βαθιά ανάσα και ξεκίνησε τον απολογισμό της παραστρατημένης ζωής της, αιωρούμενη αμήχανα ανάμεσα στη διαπόμπευση και στον εξαγνισμό. Τα λόγια της ηχούσαν προκλητικά στ’ αφτιά του πνευματικού, αφού με τη φιλήδονη αυθορμησία τους κέντριζαν τον κοιμώμενο πειρασμό του. Το πετραχήλι, από απλό υφασμάτινο άμφιο, είχε μεταμορφωθεί σε ουρανομήκη κατήφορο, απ’ όπου συνέρρεαν στρατιές αγγέλων και διαβόλων, για να δώσουν τη μάχη γοήτρου στο διχασμένο φρόνημα του ιερωμένου. Οι νευρικές συσπάσεις του προσώπου και το τρεμούλιασμα του χεριού του, που άλλοτε χάιδευε το καλυμμένο κεφάλι της κι άλλοτε τακτοποιούσε τα διεγερμένα σκέλη του, μαρτυρούσαν την ασθενή αντίσταση του εξομολόγου στις δυνάμεις του Κακού. Τραύλισε βιαστικά τις ευχές κι ανέσυρε το πετραχήλι με αγωνία, μήπως και, αντί της γονατιστής αμαρτωλής, ξεσκεπάσει την αποτρόπαια φιγούρα του Διαβόλου. «Τελειώσαμε» είπε αυστηρά και, χωρίς να ολοκληρώσει τη διαδικασία με νουθεσίες ή επιτίμια, της έγνεψε ν’ αποχωρήσει. Η Μελίνα, καθώς έφευγε, πρόσεξε ότι την παρατηρούσε με θλίψη ασάλευτος, σαν μόλις τότε να εξακρίβωνε ότι τσάμπα είχε χαλαλίσει τα νιάτα του στην ιεροσύνη. Όμως, – κακά τα ψέματα – ένας κληρικός στην ακμή της ηλικίας του, ακόμα κι αν καταφέρνει συχνά να υποτάσσει στο ιερατικό του σχήμα πονηρές επιθυμίες, δύσκολα βρίσκει τρόπο και δύναμη να ελέγχει και το ορμονικό του ένστικτο.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 3ο
Οι επισκέπτες του μοναστηριού είχαν ξαπλώσει από νωρίς, για ν’ αντέξουν στη λειτουργία της Μεγάλης Πέμπτης, που θα κρατούσε ώς το πρωί. Ο Θανάσης ήθελε να προλάβει στο ξεκίνημα την ανάγνωση των Δώδεκα Ευαγγελίων και σηκώθηκε απ’ τους πρώτους, αλλά, όταν μπήκε στον θαμπόφωτο ναό, τα στασίδια ήταν ήδη κατειλημμένα απ’ τις σκοτεινές σιλουέτες των ρασοφόρων. Το υποβλητικό φως των κεριών έκανε πιο μυσταγωγική τη χορωδιακή ψαλμωδία των μοναχών κι άφησε την ψυχή του να πετάξει μαζί με το περιστέρι του άμβωνα, κάνοντας γύρους στον κεντρικό θόλο του Παντοκράτορα. Ύψωσε το βλέμμα προς την τοιχογραφία του Ιησού και ξαναβίωσε νοσταλγικά την αφελή παιδική φοβία ότι στα «Σα εκ των Σων» κανείς απ’ το εκκλησίασμα δεν έπρεπε να σηκώσει αυθάδικα το σκυμμένο κεφάλι του. Εκείνη την ιερή στιγμή, ο απεικονισμένος Χριστός, «ος τα πάνθ’ ορά», ενσαρκωνόταν και μετρούσε με το δάχτυλο έναν έναν τους παρόντες στη λειτουργία. Κι αλίμονο στον ξεχασιάρη ή στον θρασύ, που θα τολμούσε ν’ αλληθωρίσει προς τη θεοπρεπή αυτή ενέργεια. Βέβαια, την πιο δυνατή συγκίνηση την ένιωσε κατά την εναλλασσόμενη ανάγνωση των Ευαγγελίων, όταν ήρθε η σειρά ενός υπερήλικα γέροντα, τον οποίο υποβάσταζαν δυο καλογεροπαίδια. «Εκ του κατά Ματθαίον (αχά, αχά, αχά) Αγίου Ευαγγελίου (αχά, αχά, αχά) Σοφία πρόσχωμεν.» Η ασθματική φωνή του τεμάχιζε το κείμενο σε μικρές φραστικές ενότητες, που τσουλούσαν το νόημα αργά και συγκλονιστικά. Ο Θανάσης τον άκουγε συνεπαρμένος, σκιρτώντας από δέος κι αγωνία μήπως η βιβλική αυτή μορφή άφηνε την τελευταία της πνοή πάνω στο αναλόγιο. Την επόμενη μέρα η περιφορά του Επιταφίου στα στενά καλντερίμια της μονής, ανάμεσα σε μνημειακά κτίσματα του μακρινού παρελθόντος, θύμιζε νεκρική πομπή αυτοκράτορα. Κάποιες στιγμές, η υποβλητική ιερότητα του χώρου, η παραισθησιακή επίδραση του λιβανιού κι ο δωρικός λυρισμός της ψαλμωδίας έκαναν τον Θανάση να νομίζει ότι συμμετέχει ενεργά σ’ ένα μεταφυσικό σεργιάνι στην αυλή του Παράδεισου.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 4ο
Νωρίς το πρωί, ο Φάνης κατέβαινε με τ’ αυτοκίνητο στο λιμανάκι του Νέου Μαρμαρά και ψάρευε έως το μεσημέρι. αν δεν είχε τύχη, έφερνε τη σακούλα γεμάτη απ’ το ιχθυοπωλείο. Η Μελίνα κι ο γιος της έκαναν περιπάτους στο γειτονικό δάσος, με τις αισθήσεις τους δεκτικές στα χρώματα και στις μυρωδιές της φύσης. Ο Νικολάκης, που έβλεπε ολόχαρος σ’ ένα ξέφωτο τα πουλαράκια να τρέχουν ξένοιαστα και μετά από κάποιους παιχνιδιάρικους γύρους να βυζαίνουν τις ακαπίστρωτες φοράδες, νόμιζε ότι βρισκόταν σε ζωολογικό κήπο. Μεγαλύτερη εντύπωση τού είχαν προκαλέσει οι μελισσοκόμοι, όταν κάποτε τούς είδε να φορούν την καπελαδούρα με τη δικτυωτή πλερέζα και να λιβανίζουν με τα καπνιστήρια τις κυψέλες. «Μαμά, αστροναύτες!» φώναξε κι έδειξε προς το μέρος τους, τραβώντας την απ’ το χέρι να σταθεί. Ανάλογο ενθουσιασμό είχε εκφράσει όταν βρέθηκαν μπροστά στα υδάτινα βεληνεκή των μπεκ, που με περιστροφικές “εκσπερματίσεις” πότιζαν τις νέες φύτρες των περιβολιών, λίγο έξω απ’ το χωριό. «Ποιους καταβρέχουν, μαμά;» «Τα φυτά» απάντησε αφηρημένα η Μελίνα, ενώ θαύμαζε τις σκαλωτές σειρές των αμπελιών στον απέναντι λόφο, με τις “περμανάντ” φυλλωσιές των κλημάτων.
Αυτή η ανάπαυλα ξεγνοιασιάς τόνωσε τον ψυχισμό της Μελίνας, που είχε μπουκώσει από την πήχτρα τόσων στενάχωρων καταστάσεων. για έναν σχεδόν χρόνο δεν μπόρεσε να γευτεί τις μικροχαρές της καθημερινότητας, ούτε καν τις οικογενειακές επετείους. Τώρα, απ’ το “παρατηρητήριο” του ξύλινου εξώστη απομυζούσε τη θεσπέσια θέα και τη μετέπλαθε σε υλικό ελπίδας, για να διεκδικήσει και πάλι με αξιώσεις τη ζωή. Τα πρωινά, μόλις ξυπνούσε, έβγαινε και κοιτούσε τα ψαροκάικα να χαράζουν αφρώδη γαζιά στα ροδογάλανα νερά, ενώ τ’ απογεύματα χάζευε το εμβληματικό καύκαλο της βραχονησίδας («Χελώνα», όνομα και πράμα!) που κολυμπάει στον κόλπο τόσο αργά, ώστε εδώ κι αιώνες να βρίσκεται στο ίδιο σημείο! Πριν θαμπώσει η μέρα, απολάμβανε το θαλασσινό αεράκι –το ένιωθε να της χαϊδεύει τα γυμνά μέρη του σώματος, το έβλεπε να σαλεύει ελαφρά τις απλωμένες μπουγάδες, το άκουγε να ψιθυρίζει στα πυκνά κλαδιά.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 5ο
Το ξημέρωμα εκείνης της Τετάρτης βρήκε τη Μελίνα ξάγρυπνη, αφού οι προσπάθειές της να κατευνάσει τη νευρικότητά της δεν είχαν αποτέλεσμα. Επιχείρησε να χωθεί μασκαρεμένη στο τσούρμο των πειρατών της Καραϊβικής, αλλά μετά από λίγες σελίδες το καράβι τους έπεφτε συνεχώς πάνω στις ξέρες και στους υφάλους του κουρασμένου μυαλού της. Άλλαζε κανάλια ξανά και ξανά, μήπως και βρει εκπομπή ν’ αποσπάσει την προσοχή της ή να την μπλέξει στα δίχτυα της νύστας, αλλά παντού ανούσια προγράμματα με τηλεμάρκετινγκ, τυχερά παιχνίδια και μετριότητες του Χόλιγουντ. Οι συνεχείς βόλτες της στο σαλόνι, που θύμιζαν εγκυμονούσα στις πρώτες ωδίνες, αντί να τη χαλαρώσουν, την κούρασαν και την οδήγησαν με μουδιασμένη μέση στον καναπέ. Κάποια στιγμή, ακούγοντας το παραμιλητό του παιδιού της, πήγε στο διπλανό δωμάτιο, πήρε από το στήθος του κοιμισμένου Νικολάκη το εικονογραφημένο παραμύθι και τον σκέπασε προσέχοντας μην του χαλάσει τ’ όνειρο. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού του κι έπεισε τις ατίθασες σκέψεις της να ντυθούν αναμνήσεις και να ζωντανέψουν το παρελθόν. Η φαντασία της έγινε νοσταλγικό άλμπουμ, που σελίδα σελίδα γέμισε από περιστατικά με βρεγμένες πάνες, με μουσικούς τόνους παιχνιδιών, με μωρουδιακά αρώματα και πούδρες, με μισοφαγωμένες συλλαβές των πρώτων λέξεων, με μπουσουλήματα από καρέκλα σε καρέκλα. «Αντράκι μου, από δω και πέρα εντελώς μόνοι μας!» ψιθύρισε με σημασία. Ήταν εφτά το πρωί, κι ο Φάνης δεν είχε γυρίσει ακόμα.
Η πρώτη είδηση στο δελτίο του τοπικού δημοτικού καναλιού αφορούσε την εξάρθρωση συμμορίας που διακινούσε ναρκωτικά. Αν και δεν ανακοινώθηκαν τα ονόματα των δραστών, ο τόπος και ο χρόνος της σύλληψης παρέπεμπαν στο ραντεβού του Φάνη. Η Μελίνα έτρεξε στην κουζίνα να φτιάξει καφέ, νιώθοντας φτερουγίσματα στην καρδιά της. Όσο ανακάτωνε το ρόφημα στο μπρίκι, ανασηκωνόταν ρυθμικά στα δάχτυλα των ποδιών της κι έβγαζε από τα ρουθούνια της ένα παιχνιδιάρικο ζουζούνισμα μέλισσας. Στο πρόσωπό της είχε ζωγραφιστεί, μετά από πάρα πολύ καιρό, ένα πλατύ χαμόγελο ικανοποίησης.
|
Τελευταία Ενημέρωση στις Κυριακή, 22 Νοέμβριος 2015 04:05 |
Παιδείας μετέχοντες
Εμφανίσεις Περιεχομένου : 5612251